- βουή
- ηη βοή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουή — η βλ. βοή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοή — βοή, η και βουή, η 1. συγκεχυμένος, συνεχής, σταθερός ήχος, θόρυβος, βόμβος: Η βουή του δρόμου ακουγόταν ως το σπίτι μου. 2. κακή φήμη: Αλίμονο στον άνθρωπο που θα του βγει βοή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Domenica — (band) redirects here. For the Canadian heavy metal band, see Domenica (Canadian band). Domenica is a popular Greek rock band that was formed in Athens, in 1994. Contents 1 Releases 2 Awards 3 See also … Wikipedia
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
βουερός — ή, ό [βουή] 1. αυτός που παράγει βοή («το βουερό ακρογιάλι») 2. ο γεμάτος βοή («στου καφενείου του βουερού το μέσα μέρος») … Dictionary of Greek
μυριόηχος — η, ο αυτός που έχει αναρίθμητους και ποικίλους ήχους («η βουή χιλιόφωνη και μυριόηχη εκατρακυλούσεν από μακρινές αποστάσεις», (Καρκαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
αβούιχτος — αβούιχτος, η, ο και αβούιστος, η, ο αυτός που δεν έκανε βουή, θόρυβο, ύπουλος: Τον βρήκε βόλι αβούιχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαλαγμός — αλαλαγμός, ο και αλαλαγή, η δυνατή κραυγή, οχλοβοή, μεγάλος θόρυβος: Τι βουή, τι αλαλαγμός ήταν αυτός! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόμβος — ο 1. ήχος συνεχής και σταθερός, βουή, βουητό: Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από το βόμβο των εντόμων. 2. το βούισμα των αυτιών: Είχε ένα συνεχή βόμβο στ’ αυτιά του μετά την έκρηξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)